- πορφύρης
- πορφύραpurple-fishfem gen sg (epic ionic)πορφύρωheavesaor ind pass 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πορφύρης — Ήρωας τραγουδιών του ακριτικού κύκλου, των παλιότερων ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, που υμνούν τους αγώνες των ακριτών εναντίον των Αράβων στη διάρκεια των σκληρών συγκρούσεών τους με το Βυζάντιο τον 9o και 10o αι. Σ’ ένα από τα άσματα αυτά… … Dictionary of Greek
πορφυρῆς — πορφύρεος heaving fem gen sg (attic epic ionic) πορφῠρῆς , πορφύρω heaves fut ind act 2nd sg (doric) πορφυρέω pres ind act 2nd sg (doric) πορφυρεύς fisher for purple fish masc nom pl πορφυρεύς fisher for purple fish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλαζιακός — ή, ό, Ν [χαλαζίας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαλαζία 2. φρ. α) «χαλαζιακός διορίτης» (πετρογρ.) άλλη ονομασία τού τοναλίθου β) «χαλαζιακός μονζονίτης» (πετρογρ.) άλλη ονομασία τού πλουτώνιου εκρηξιγενούς πετρώματος αδαμελίτης γ)… … Dictionary of Greek
The Handmaid's Tale — For the film adaptation, see The Handmaid s Tale (film). For the operatic adaptation, see The Handmaid s Tale (opera). The Handmaid s Tale … Wikipedia
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… … Dictionary of Greek
μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή … Dictionary of Greek
μεταξάβλαττα — και μεταξαβλάττη, ἡ (Α) είδος πορφυρής βαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέταξα + βλάττα «πορφύρα»] … Dictionary of Greek
χαλαζιοπορφύρης — Πέτρωμα παλαιοηφαιστειογενές, πρωτογενούς γεωλογικής ηλικίας, έκχυτο, που αποτελείται από υαλώδη μάζα, μέσα στην οποία περιέχονται φαινοκρύσταλλοι αλκαλιούχων αστρίων, σποραδικά, καθώς και από ασβεστονατρομιγείς αστρίους και χαλαζία. Η θεμελιώδης … Dictionary of Greek
Επιθεώρηση Τέχνης — Λογοτεχνικό περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα. Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε με την ένδειξη Χριστούγεννα 1954 – Ιανουάριος 1955. Το τελευταίο τεύχος του είναι του Μαρτίου 1967. Υπεύθυνος του περιοδικού ήταν ο Κώστας Πορφύρης. Το εξώφυλλο ενός… … Dictionary of Greek